πλεονεκτῇ

πλεονεκτῇ
πλεονεκτέω
have
pres subj mp 2nd sg
πλεονεκτέω
have
pres ind mp 2nd sg
πλεονεκτέω
have
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλεονέκτῃ — πλεονέκτης one who has masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …   Deutsch Wikipedia

  • πλεονεκτικότητα — η, Ν [πλεονεκτικός] 1. η ιδιότητα τού πλεονέκτη, το να είναι κανείς πλεονέκτης άπληστος 2. η κατάσταση τού πλεονεκτικού, το να βρίσκεται κανείς σε πλεονεκτική θέση, η υπεροχή …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • χαρίζω — ΝΜ [χάρις] 1. δίνω, παραχωρώ, δωρίζω (α. «τής χάρισε έναν δίσκο» β. «χάρε για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές, να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές», δημ. τραγούδι γ. «τούτους ἡμῖν χάρισον εἰς χαρὰν καὶ ἀνέγερσιν τῶν Ῥωμαίων», Κ Πορφ.) 2. δίνω χάρη …   Dictionary of Greek

  • πλεονεκτικότητα — η 1. το να είναι κανείς πλεονέκτης, απληστία. 2. κατάσταση του πλεονέκτη, υπεροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”